- ὑγιαῖνον
- ὑγιαίνωto be soundpres part act masc voc sgὑγιαίνωto be soundpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑγίαινον — ὑ̱γίαινον , ὑγιαίνω to be sound imperf ind act 3rd pl ὑ̱γίαινον , ὑγιαίνω to be sound imperf ind act 1st sg ὑγιαίνω to be sound imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑγιαίνω to be sound imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υγιαίνω — ὑγιαίνω, ΝΜΑ [ὑγιής] 1. είμαι υγιής, χαρακτηρίζομαι από άρτια, φυσιολογική λειτουργία τών διαφόρων μερών τού σώματός μου, είμαι γερός 2. (το β εν. πρόσ. και στη νεοελλ. και το β πληθ. προστ.) υγίαινε και υγιαίνετε προσφώνηση από κάποιον που πίνει … Dictionary of Greek